- υδροκίνητος
- ος, ο[ν] гидравлический;
υδροκίνητος μύλος — водяная мельница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροκίνητος μύλος — водяная мельница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροκίνητος — η, ο που κινείται με νερό: Υδροκίνητος μύλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροκίνητος — η, ο, Ν αυτός που κινείται με την ενέργεια η οποία παράγεται από τη ροή ή την πτώση τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κινητός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… … Dictionary of Greek
υδροστρόβιλος — ο 1. μηχάνημα που μετατρέπει την πτώση ή τη ροή του νερού σε κινητήρια δύναμη, υδραυλικός στρόβιλος, υδροκίνητος στρόβιλος. 2. δίνη νερού, ρουφήχτρα, ρούφουλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρόμυλος — ο μύλος υδροκίνητος, που κινείται με τη ροή ή την πτώση νερού, νερόμυλος (πρβλ. κυλινδρόμυλος, ανεμόμυλος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)